Το κάταγµα ισχίου είναι συχνότερο σε άτοµα µεγάλης ηλικίας έπειτα από πτώση στο σπίτι ή από άµεσο χτύπηµα στην πλάγια επιφάνεια του ισχίου. Σε πιο σοβαρές καταστάσεις, µπορεί να συµβεί κάταγµα ενώ τοάτοµο απλώς στέκεται ή συστρέφει το άκρο του. Το κάταγµα προκαλεί πόνο στην έξω επιφάνεια του ισχίου αλλά και στη βουβωνική περιοχή, που επιδεινώνεται µε την προσπάθεια του ασθενούς να κάνει κάµψη ή στροφή του ισχίου, καθώς και αδυναµία να σταθεί και να βαδίσει.
Η διάγνωση γίνεται µε ακτινογραφίες λεκάνης-ισχίων και µηριαίου. Σε κάποιες περιπτώσεις , συστήνεται η µαγνητική τοµογραφία ή αξονική τοµογραφία, για το είδος του κατάγματος, που μπορεί να είναι ενδαρθρικό,υποτροχαντήριο ή διατροχαντήριο.
Η αντιµετώπιση των περισσότερων καταγµάτων είναι χειρουργική, µε στόχο τη γρήγορη κινητοποίηση των αρρώστων, και πρέπει να γίνεται όσο το δυνατόν νωρίτερα (κατά προτίµηση εντός 24 ωρών από τη στιγµή που συνέβη το κάταγµα). Το είδος της χειρουργικής θεραπείας που ακολουθείται για το κάταγµα ισχίου εξαρτάται από τον τύπο του κατάγµατος.
Η σύγχρονη τάση για την αντιμετώπιση των διατροχαντήριων και υποτροχαντήριων καταγμάτων είναι η ενδομυελική ήλωση. Η τεχνική αυτή αποτελεί πιο απαιτητική χειρουργικά μέθοδο, αλλά με μικρότερες χειρουργικές τομές, μικρότερη διεγχειρητική απώλεια αίματος και λιγότερο χειρουργικό χρόνο. Στις βαρύτερες περιπτώσεις με μεγαλύτερη φθορά εφαρμόζονται οι ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές αρθροπλαστικής,οι οποίες είναι ιδιαίτερα ατραυματικές, καθώς συνοδεύονται από μικρή τομή, ενώ η χειρουργική προσπέλαση γίνεται ανάμεσα από τους μυϊκούς ιστούς χωρίς να κόβονται ή να αποκολλώνται. Ως συνέπεια ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος τραυματισμού των μυών, των τενόντων, των αγγείων και των νεύρων.